Ο Μικρός
Georges Bataille / Ζορζ Μπατάιγ
Μετάφραση: Άγγελος Μουταφίδης
Εικονογράφηση: Ανδρέας Ράγκναρ Κασάπης
Σχεδιασμός έκδοσης: Τηλέμαχος Δουφεξής Αντωνόπουλος
Σελ.: 64
Σχήμα: 17χ14
Τιμή: 8,48
totentanz #1
Ο Μικρός
Georges Bataille / Ζορζ Μπατάιγ
Μετάφραση: Άγγελος Μουταφίδης
Εικονογράφηση: Ανδρέας Ράγκναρ Κασάπης
Σχεδιασμός έκδοσης: Τηλέμαχος Δουφεξής Αντωνόπουλος
Σελ.: 64
Σχήμα: 17χ14
Τιμή: 8,48
totentanz #1
editorial
Το 1943, τη χρονιά που εκδόθηκαν το Le petit και η L’ Expérience intérieure, ο Bataille ήταν 46 ετών και βρισκόταν για µια ακόµη φορά, ίσως την χειρότερη από όσες είχαν προηγηθεί, σε µια άµπωτη της φιλίας –αν και η γνωριµία του Maurice Blanchot το 1941 φαίνεται να µπορεί ν’ αντισταθµίσει κάθε απώλεια–, το Collège de sociologie έχει σταµατήσει τις δραστηριότητές του, το Acéphale έχει διακόψει την κυκλοφορία του δίχως να έχει επιτύχει την ανατροπή (διανοητική, ηθική, πολιτική) που ήλπιζε, η Colette Peignot, η Laure, έχει πεθάνει, ο ίδιος ο Bataille ήταν ακόµα µια φορά άρρωστος µε τα πνευµόνια του να υποφέρουν, η εργασία του ήταν επισφαλής και βρισκόταν µακριά από το Παρίσι όπου θα µπορούσε να αναζητήσει στις εναποµείνασες φιλίες της προπολεµικής περιόδου µια στοιχειώδη φροντίδα.
Επιπλέον, έβλεπε το έργο του να σβήνει µέσα στην πιο θηριώδη ακατανοησία δεχόµενος επιθέσεις ακόµα πιο χυδαίες απ’ ότι στο παρελθόν. Έτσι, ενώ υπήρξε ο πρώτος άνθρωπος στη Γαλλία που διέγνωσε τη φύση του φασισµού και πρότεινε ένα ολοκληρωµένο σχέδιο για την καταστροφή του –όχι την ήττα του αλλά την οριστική και απόλυτη καταστροφή του– άρχισε να δέχεται κατηγορίες για φασισµό και αντισηµιτισµό, και, ενώ η Εσωτερική Εµπειρία εξέφραζε µε τον πιο απόλυτο τρόπο την άρση του διαχωρισµού µεταξύ βιώµατος και νόησης, υπονοµεύοντας κάθε στήριγµα για την θεµελίωση του ιδεαλισµού, αυτός που σε όλη του τη ζωή δεν έκανε καµία παραχώρηση στις διανοητικές µόδες της εποχής του όταν έβρισκε και την παραµικρή υποψία ορθολογισµού, ωφελιµισµού και λειτουργισµού, στους οποίους θεµελιωνόταν κάθε είδους σύγχρονος ιδεαλισµός, βρέθηκε να κατηγορείται για ιδεαλιστής. Σε αυτό το είδος των επιθέσεων –από τον Breton της δεκαετίας του ’20 «ο κύριος Bataille αγαπά τις µύγες» µέχρι των Sartre της δεκαετίας του ’40 «χήρος», «τρελός», «µυστικιστής» και στις οποίες θα βρει κανείς ονόµατα όπως Simone Weil, Gabriel, Marcel, Albert Camus, Boris Souvarine, κ.α.– αρχίζει να αχνοφαίνεται και µια καινούργια κατηγορία: ο Bataille δείχνει ανοχή στην κατοχή της Γαλλίας από τους Ναζί, είναι αντισηµίτης, γοητευµένος από τον Χίτλερ όχι µόνο επειδή έλκεται από το ναζισµό, τον πόλεµο την εξουσία κ.λ.π. αλλά επειδή είναι «παρεκκλίνων».
Θα πρέπει επίσης να έχουµε κατά νου ότι ήδη σ’ αυτήν την ηλικία, ο Bataille έχει υπογράψει ένα πλήθος άρθρων σε επιθεωρήσεις των οποίων πολλές φορές είχε την ευθύνη αρχισυντάκτη: Documents, Minotaure, Contre-Attaque, Acéphale, τα οποία πέρα από µια πρόσκαιρη αναγνώριση του στοιχίζουν περισσότερο συχνά τις επιθέσεις που περιγράψαµε, ενώ την ίδια περίοδο δεν έχει καταφέρει να δηµοσιεύσει παρά µόνο ένα ελάχιστο λογοτεχνικό έργο και µόνο µε ψευδώνυµο: Ιστορία του Ματιού [1929] µε ψευδώνυµο Lord Auch [µια παιγνιώδης σύντµηση του Dieu aux chiottes Lord: Θεός στα αγγλικά των Γραφών & Auch: χυδαία συντοµογραφία για το “σκατό”] Μαντάµ Εντουαρντά [1941], µε ψευδώνυµο Pierre Angélique, παράνοµη έκδοση µε αναφερόµενη ηµεροµηνία το 1937 για λόγους αποπροσανατολισµού. Το Μπλε του ουρανού γραµµένο το 1935, για το οποίο είχε διαλέξει ως ψευδώνυµο το όνοµα Troppmann (όνοµα ενός διάσηµου φονιά που αποκεφαλίστηκε στη γκιλοτίνα το 1870) που είναι και το όνοµα του ήρωα, παραµένει αδηµοσίευτο µέχρι το 1957, και το W.-C. γραµµένο το 1926-27 θεωρείται κατεστραµµένο.
Είναι χάρη στο απόσπασµα W.-C. που δηµοσιεύεται στο Le Petit, που µαθαίνουµε την ύπαρξη ενός µυθιστορήµατος που προηγήθηκε της Ιστορίας του Ματιού και τους αδιόρατους δεσµούς που ενώνουν τα σκόρπια αυτά έργα, τις εµµονές που τα συνδέουν, τις αυτοβιογραφικές λεπτοµέρειες, τα τραυµατικά και αγωνιώδη περιστατικά απ‘ όπου αναδύεται το έργο του Bataille. Χαράσσει µια παιγνιώδη χαρτογράφηση του ψευδωνύµου, των τόπων και των ονοµάτων που κρύβει και φανερώνει ταυτόχρονα. Ο ίδιος ο Bataille αποτελεί µοναδική περίπτωση συγγραφέα που δεν διεκδίκησε τα έργα του ποτέ, ακόµη και στην τηλεοπτική συνέντευξη του 1961, ακόµα και στα αρχεία του, ποτέ. Και επίσης, κάτι εξίσου όµορφο και σπάνιο, όσο ζούσε κανείς από τους δεκάδες ανθρώπους που γνώριζαν την «πατρότητα» των έργων του δεν αποκάλυψαν ποτέ τον συγγραφέα τους. Είναι µόνο χάρη στον Michel Leiris που είχε διαβάσει το W.-C. που γνωρίζουµε ότι δεν καταστράφηκε ολοσχερώς αλλά ότι ο πρόλογος στο Μπλε του Ουρανού µε ηρωίδα την Dirty και τον Troppmann προέρχονται από το W.-C., ενώ διάφορες άλλες ιδέες (εµµονές) αναπαράγονται στο ίδιο βιβλίο περισσότερο ή λιγότερο πιστά, δείχνοντας τον τρόπο µε τον οποίο τα έργα του Bataille επικοινωνούν µεταξύ τους.
Αυτό που παρουσιάζεται, λοιπόν, µέχρι εκείνη τη στιγµή είναι ένα έργο εσκεµµένα αποσπασµατικό, θραυσµένο, ανολοκλήρωτο, πολλαπλασιασµένο και ταυτόχρονα διαιρεµένο από την ψευδωνυµία, τοποθετηµένο στο κέντρο ή σωστότερα στη δίνη φιλολογικών και διανοητικών πολέµων –η λέξη διαµάχη θα ήταν ανεπαρκής εδώ– που µε την εξαίρεση λίγων πιστών φίλων –η φιλία επιδιώχθηκε µε υπερβολική ένταση από τον Bataille– παραπαίει µεταξύ παρεξήγησης και ακατανοησίας. Κι όµως τίποτα από όλα αυτά δεν φαίνεται να ταράζει τον Bataille ή έστω να του δηµιουργεί µια ελάχιστη αµφιβολία για το πώς έχει επιλέξει να ανατρέψει τις παραδεκτές αξίες της εποχής του και να επιτεθεί στα φιλολογικά της γούστα. Η έκδοση του Le petit εκείνη τη στιγµή µοιάζει να είναι µια κατάφαση, ένα µεγάλο Oui (όπως έγραφε στο νεανικό του µανιφέστο) στην αγωνιώδη και τροµακτική ανθρώπινη κατάσταση δίχως καµιά προσπάθεια καλλωπισµού της, καλλωπισµού που θα ισοδυναµούσε µε µια ακόµα προσπάθεια να αρνηθεί κανείς αυτό που υπάρχει πραγµατικά: το αδύνατο· το κακό.
Το Le Petit, λοιπόν, κυκλοφόρησε το 1943 µέσα στην συγκυρία ενός πολέµου, εντός του πλέγµατος των σχέσεων που περιγράψαµε, σε περιορισµένο αριθµό αντιτύπων –63 ακριβώς– κάτω από το ψευδώνυµο Louis Trente (Λουδοβίκος ο Τριακοστός). Στο βιβλίο αναφερόταν ηµεροµηνία έκδοσης 1934 και το όνοµα του εκδότη, Robert Chatté, δεν αναφερόταν πουθενά. Το βιβλίο δεν ανατυπώθηκε όσο ζούσε και µόνο το 1963 σε µια µεταθανάτια έκδοση από τον Jean-Jacques Pauvert παρουσιάστηκε το όνοµά του στο εξώφυλλο, αν και ούτε τότε το µικρό αυτό αριστούργηµα γνώρισε επιτυχία (ίσως η σωστότερη λέξη θα ήταν αποδοχή).
Το Le petit, πρόκειται για ένα από τα ελάχιστα κείµενα που δηµοσίευσε όσο ζούσε και κατέχει µια ιδιαίτερη θέση µέσα στο συνολικό έργο του. Ενώ είναι ένα από τα πιο πυκνά –ποιητικά & νοηµατικά– κείµενά του, όπου η ένταση της γραφής αγγίζει την ίδια την αδυνατότητά της, την ίδια στιγµή αποτελεί το σηµαντικότερο αυτοβιογραφικό τεκµήριο που έχει παραδώσει ο ίδιος, καθιστώντας το έτσι το λιγότερο ερµητικό. Φαίνεται σα να ήταν µια συνολική απάντηση σε όλες τις κριτικές που είχε δεχθεί και, το κυριότερο, µια προσπάθεια να φανερώσει ότι το αναποδογύρισµα που είχε προτείνει στη σκέψη και τη γραφή και που επιπλέον είχε εφαρµόσει στην ίδια του τη ζωή δεν είχε τίποτα το ζοφερό, τουλάχιστον όχι περισσότερο από ότι η ίδια η ύπαρξη, και τέλος ότι στον πυρήνα της γραφής του και της φιλοσοφίας του υπήρχε µια χαρούµενη, γιορτινή και απολαυστική σπατάλη της ζωής εµπρόθετα αποµακρυσµένης από τη σωτηριολογία, το εµπόριο ελπίδας και οποιουδήποτε σκοπού ή νοήµατος της ζωής, θεωρώντας ότι όλα αυτά είναι ακριβώς οι εκδηλώσεις των πιο νοσηρών συστηµάτων κυριαρχίας τα οποία εχθρευόταν.
Ακόµα κι έτσι φρόντισε να κάνει το Le Petit, σκόπιµα ακατάστατο, χωρίς αρχή ούτε φανερό τέλος, αναµειγνύοντας ηµερολόγιο και στοχασµό, ερωτισµό και κοινοτοπία, βέβηλο και ιερό, πραγµατικότητα και µυθοπλασία, βιογραφία και φιλοσοφία, σαν ο σκοπός του να ήταν να ενσωµατώσει ένα είδος υπολειµµατικότητας του κειµένου καθιστώντας την ερµηνεία ύποπτη ή µάλλον επιτρέποντας όλο το σύνολο των παρερµηνειών που θα µπορούσε να χωρέσει ώστε να καταστεί αδύνατη η διεκδίκηση ερµηνευτικής εγκυρότητας και συγκυριακής αλήθειας. Τα αποσπάσµατα που διαγράφτηκαν ή παραλήφθηκαν εσκεµµένα, από µόνα τους θα µπορούσαν να δώσουν ακόµα ένα βιβλίο ή ένα εντελώς διαφορετικό βιβλίο από αυτό που τελικά έφτασε στα χέρια µας.
Σε αυτό το αριστουργηµατικό διήγηµα βρίσκονται όλες οι εµµονές του Bataille: η αγωνία ως η µόνη ανθρώπινη βεβαιότητα, το αδύνατο ως η µόνη ανθρώπινη κατάσταση, η γραφή ως σβήσιµο του ονόµατος, ως τυχαίο παιχνίδι της ίδιας της ύπαρξης ως τύχης, και ακόµα, η θέληση, όχι για την υπέρβασή τους, αλλά για την πιο βαθιά, ανελέητη και χαρούµενη κατανόησή τους. Ο θάνατος και όχι η ζωή είναι το σηµείο αφετηρίας της ύπαρξης. Η έκσταση, ο ερωτισµός, η ακολασία, το σβήσιµο του ονόµατος, η παραδοχή του αδύνατου, η παρανάλωση του κορµιού, η κατάφαση στην ενοχή, η τυχαιότητα της πράξης, το γέλιο, το γκροτέσκο γέλιο, το φρικτό, το φρικαλέο, το σκοτεινό, το τροµερό, το τροµακτικό, το τροµώδες, το κακό είναι για τον Bataille ο τρόπος µε τον οποίο εισβάλλει εντός του θανάτου, ως σαν να ήταν γιορτή. Σπατάλη.
Στην απέναντι όχθη αντιπαρατίθεται ένας Θεός που κείται νεκρός: «Ο Θεός δεν αντέχει ούτε στιγµή σκέψης, γι’ αυτό δεν µπορεί να υπάρξει / Ποιος θα κατανοήσει τον Θεό; / Ποιος θα µάθει τι σηµαίνει να µην ξέρεις τίποτα; / Ποιος θα λοξοδροµήσει; / Ποιος, ρωτώντας τον, θα µάθει ότι ο ίδιος είναι νεκρός; / Μιλώ για όλα αυτά προκειµένου να µεταδώσω ένα καθεστώς τρόµου. / δεν υπάρχει / παρά / το αδύνατο, / και όχι ο Θεός.»
Είναι αδύνατο αφού έχεις διαβάσει Bataille να ξαναδείς τον ήλιο να ξηµερώνει χωρίς να συντριβείς από αγωνία. Σε αυτό το σηµείο ο Bataille συµφωνεί µε τον Κίρκεγκορ: «Η αγωνία είναι η µόνη βεβαιότητα». Όµως εκεί σταµατάει και οποιαδήποτε άλλη συµφωνία. Αντί για την άπειρη παραίτηση του Ιππότη της Πίστης όπου το να ζεις σηµαίνει να εγκαταλείπεις την επιθυµία σου, ένα είδος ανακωχής, µιας θανάσιµης στρεψοδικίας, όλα όσα µας περιβάλλουν µας ελκύουν στη δια-ταραχή. Η διατάραξη των πάντων µας φαίνεται ένα λογικό και επαρκές σχέδιο για να αποκαταστήσουµε µια ανώτερη αίσθηση του βιώµατος σε σχέση µε αυτά που έχουµε δοκιµάσει έως τώρα. Να δοκιµάζει κανείς τον έρωτα, την αγάπη, τη φιλία µέχρι τη δυσφορία, είναι προτιµότερο από τον εξευτελισµό, τη δυστυχία της απώλειάς τους, µέσα στο άδειο κέλυφος κάποιας θαυµαστής όσο και κούφιας κοινοτοπίας των κυριαρχηµένων συµπεριφορών,
Μου λένε για το «αβάσταχτο» σύµπαν µου, λες και τα βιβλία µου εµφανίζουν ανοιχτές πληγές όπως οι δυστυχείς. Είναι αλήθεια ότι φαίνεται να έχω µια προτίµηση στο να αρνούµαι, ή τουλάχιστον να παραµελώ ή να θεωρώ ασήµαντους τους πολλαπλούς πόρους που µας βοηθούν να αντέξουµε.
G.B.
affect
Χειµώνας 2024
pour X.