Για την αποσυντάσσουσα εξουσία
Συνέντευξη στον Adriano Vinale

Μάριο Τρόντι

Εισαγωγή: Idris Robinson
Μετάφραση: Νίκος Χαραλαμπόπουλος

Σελ.: 64
Σχήμα: 19χ14
Τιμή: 7,00

Σειρά Πτυχώσεις #2

Για την αποσυντάσσουσα εξουσία
Συνέντευξη στον Adriano Vinale

Μάριο Τρόντι

Εισαγωγή: Idris Robinson
Μετάφραση: Νίκος Χαραλαμπόπουλος

Σελ.: 64
Σχήμα: 19χ14
Τιμή: 7,00

Σειρά Πτυχώσεις #2

Οπισθόφυλλο

O Mario Tronti [1931-2023] υπήρξε ένας από τους πλέον διορατικούς και επιδραστικούς πολιτικούς φιλοσόφους, περισσότερο γνωστός για την συγκρότηση του ιταλικού operaismo και τις μελέτες του πάνω στην αυτονομία του πολιτικού. Παρότι το έργο του υπήρξε σημαντικό για την κατανόηση και τη συγκρότηση του ιστορικού τρόπου παρουσίας της κοινωνικής μορφής της δυτικής υποκειμενικότητας, εντοπισμένη κυρίως στη φιγούρα της εκμεταλλευόμενης εργατικής υποκειμενικότητας, στις όψιμες παρεμβάσεις του παραδέχεται την ήττα αυτής της θεωρητικής και στρατηγικής προσέγγισης της νεοφιλελεύθερης πραγματικότητας. Η συνέντευξη Για την αποσυντάσσουσα εξουσία, που κυκλοφόρησε το 2008 και δόθηκε με αφορμή τις ταραχές στα γαλλικά προάστια το 2005, ανήκει στην προσπάθεια να κατανοηθεί πως στην φαινομενική καταστροφικότητα των ταραχών από εξαθλιωμένες και υποτελείς υποκειμενικότητες οφείλουμε να διαγνώσουμε την κατάρρευση του δυτικού υποκειμένου εν γένει, γεγονός που σημαίνει να διαγνώσουμε επίσης την κατάρρευση της συντακτικής εξουσίας της Αριστεράς δηλ. εκείνης της διαχειριστικής εσχατολογίας για την οποία η μοντελοποίηση του μέλλοντος λειτουργούσε συχνά ως άλλοθι για ειρήνευση και συμβιβασμό. Η θεωρητική σύλληψη της αποσυντάσσουσας εξουσίας ξεκινά το 2001 από την Colectivo Situaciones με αφορμή το περίφημο argentinazo και φτάνει μέχρι την εξέγερση του George Floyd στις Η.Π.Α. και εντοπίζεται στις μορφές-ζωής που διαφύγουν της κυβερνησιμότητας, καταστρέφουν, δηλαδή, εκείνες τις δεσμευτικές αναπαραστάσεις ή μεταφυσικές αρχές που προηγουμένως συγκέντρωναν λέξεις, πράξεις και καταστάσεις σε ένα συνεκτικό ιστορικό καθεστώς παρουσίας. Το κείμενο του Tronti μέχρι τις πρόσφατες μεταφράσεις του επηρέασε υπογείως όσο κανένα άλλο τις θεωρητικές διεργασίες για μια σύγχρονη πολιτική φιλοσοφία που να αντιτίθεται στην υιοθέτηση εύκολων και ηγεμονικών πλαισίων νοήματος που ενισχύουν τις νεοφιλελεύθερες μορφές διακυβέρνησης της εποχής μας. Η Εισαγωγή του Idris Robinson εκτός από το σχολιασμό των θέσεων του Tronti προσφέρεται και ως μια πρώτη συνεκτική εισαγωγή σε μια θεωρητική έννοια που καθώς φαίνεται να μας συντροφεύσει για πολύ καιρό καθώς οι συνθήκες ζωής που περιγράφει ορίζουν το τέλος του οντολογικού ορίζοντα της μοντέρνας εποχής και μας εισάγουν στην κατανόηση της ιστορικής διάρκειας της εποχής μας.

editorial

Καθώς όλα δείχνουν, οι μορφές της αποσύνταξης, παρότι έχουν ζωή μόλις λίγο πάνω από 20 χρόνια, θα είναι καθοριστικές για την διαμόρφωση των πεδίων της πολιτικής –ή, σωστότερα, της άρνησής της-, της ηθικής, της φιλοσοφίας και, πιθανώς ακόμα περισσότερο, της καθημερινής ζωής σε αυτή την περίοδο του βίαιου μετασχηματισμού τους —ή, κατά άλλους, της εκκένωσής τους από το παραδοσιακό περιεχόμενό τους— από τα καθεστώτα διακυβέρνησης του κυβερνητικού [cybernetic] καπιταλισμού, της Αυτοκρατορίας κατά μία άλλη εκδοχή, ή, αν θέλουμε να παραμείνουμε σε ένα παραδοσιακό εννοιολογικό επίπεδο, του μορφώματος που περιγράφεται, ανεπαρκώς ίσως και κάπως αφελώς, ως νεοφιλελευθερισμός. Οι τροπικότητες της αποσυντάσσουσας εξουσίας φαίνεται να μπορούν να απαντήσουν σε ένα διπλό πρόβλημα: στο πρόβλημα της κυβερνησιμότητας(ή νεοφιλελευθερης διακυβέρνησης), όπου ο πολύπλοκος συσχετισμός των μορφών γνώσης με την εξουσία, ο ακραίος οικονομικός φιλελευθερισμός και οι μηχανισμοί ασφαλείας επιβάλλουν μια ορισμένη παραγωγή υποκειμενικότητας που συμμετέχει στην αυτοπεριοριστική κατασκευή του εαυτού, στην επινόησή του ως υποκείμενο που συνταυτίζεται με την διακυβέρνησή του· και σε αυτό της αποτυχίας της αριστεράς, σε όλες τις ιστορικές της εκδοχές, καθώς παραμένει δέσμια της παράδοσης που απορρέει από τη γαλλική επανάσταση, όπου η ριζοσπαστική αλλαγή συνίσταται στην συγκρότηση μιας συντακτικής εξουσίας από ένα επαναστατικό υποκείμενο,το οποίο μετά τη νικηφόρα έκβαση της βίαιης ή λιγότερο βίαιης ανατροπής της συντακτικής εξουσίας εγκαθιδρύει μια νέα θεσμική τάξη.Παραμένοντας δέσμια αυτής της ιστορικής αποστολής εμπλέκεται στο μεθοδολογικό πεδίο των τεχνικών διακυβέρνησης που επιθυμεί να αντικαταστήσει και, σε μία φαύλη σπείρα της παραγωγής γνώσης-αλήθειας-εξουσίας-υποκειμενικότητας το οποίο επιθυμεί να ανατρέψει, τελικά καταλήγει στην παλινόρθωση και την τελειοποίηση των τεχνικών ασφαλείας και των μηχανισμών πειθάρχησης κατά τις σποραδικές επιτυχίες της ή στην αντίστοιχη ενίσχυσή τους, στις συνήθεις αποτυχίες της.

Ως έννοια, η αποσυντάσσουσα εξουσία παρουσιάζεται ακόμα ασαφής ή, σωστότερα, υπό διαμόρφωση —τι είναι— και ταυτοχρόνως απολύτως συγκροτημένη ως προς την χρήση της —τι δεν μπορεί να είναι— θέτοντας εξαρχής ένα μεθοδολογικό πρόβλημα όχι ως προς την ίδια την κατανόηση της αλλά ως προς την κατανόηση των ιστορικού, πολιτικού και διανοητικού περιβάλλοντος εντός του οποίου εμφανίζεται. Θέτει έτσι εξαρχής ένα μεθοδολογικό πρόβλημα που επιλύεται μόνο αν αντιμετωπιστεί με τον συσχετισμό τριών επιπέδων ανάγνωσης. Ως γίγνεσθαι, ως ενεργός διαδικασία κριτικής της κυβερνησιμότητας· ως σκέψη που αυτοκατανοείται εντός του γίγνεσθαι, όχι ως γνώση αλλά ως σκέψη πάνω σ’ αυτήν, σκέψη που αυξάνει την ισχύ της· και τέλος ως μορφή-ζωής, που διακρίνεται και διαφέρει από άλλες, χαράσσοντας μια δική της μοναδική γραμμή φυγής, γεγονός που καθιστά τη σκέψη πάνω σ’ αυτήν στρατηγική, (ό,τι σε ένα παραδοσιακό πλαίσιο θα ονομάζαμε πολιτική στρατηγική, αν και ο όρος αυτός φαίνεται μάλλον ανεπαρκής).

Μια επιπλέον δυσκολία που προκύπτει, τουλάχιστον όσον αφορά στην μεταφρασιμότητά της στα ελληνικά, είναι ότι οι λατινογενείς όροι destitution, destituente, destituer κ.ο.κ. διατηρούν ακέραια μια αμφισημία καθώς σημαίνουν ταυτόχρονα αποσύνταξη και αποθέσμιση/αποθεσμοποίηση αναλόγως των κειμενικών συνδηλώσεων. Μια συντακτική εξουσία [constituent power] συντάσσει, συγκροτεί μια θεσμική τάξη, δημιουργεί θεσμούς [institutions]. Η έννοια της destitution στις λατινογενείς της εκδοχές διατηρεί και τις δύο σημασίες ως αποθέσμιση/αποθεσμοποίηση όταν αφορά στην εκκένωση και την καταστροφή των θεσμών από μορφές-ζωής που συγκροτούν ένα ανταγωνιστικό προς αυτούς κόσμο ή κόσμους· κι ως αποσύνταξη, όταν οι γενικευμένες εκδηλώσεις της αποθεσμοποίησης προσλαμβάνουν τα χαρακτηριστικά μιας ανταγωνιστικής δύναμης ή και εξουσίας —όπως π.χ. στην εξέγερση της Αργεντινής το 2001 ή τα Κίτρινα Γιλέκα πρόσφατα.

Αν ως καταστατική στιγμή γέννησης της μορφής της αποσυντάσσουσας εξουσίας δεχθούμε το argentinazo του 2001 και ως κορυφαίες εκδηλώσεις της τα Κίτρινα Γιλέκα στη Γαλλία και την εξέγερση(με αφορμή τη δολοφονία)του GeοrgeFloyd στις ΗΠΑ, στο μεσοδιάστημα αρχίζει να διαμορφώνεται μια σκέψη πάνω στην αποσύνταξη/αποθεσμοποίηση, που αναζητά την αισθητή πραγμάτωσή της εντός των μορφών ζωής που δημιουργεί. Σ’ αυτό το σημείο θα πρέπει να αναγνωρισθεί η θεωρητική συνεισφορά της επιθεώρησης Tiqqun που αν και προηγείται χρονικά [1999-2001] έχει διαγνώσει με ακρίβεια τα μοτίβα που θα καθορίσουν την συγκρότηση μιας αποσυντάσσουσας εξουσίας: το τέλος της υποκειμενικότητας, η ανάδυση του κυβερνητικού καπιταλισμού, η άρνηση της πολιτικής, η παραδοχή του εμφυλίου πολέμου έναντι της ταξικής πάλης, η απονομιμοποίηση της αστυνομίας και η αναδοχή της καταστροφικότητας και της βίας, η άρνηση της αντιπροσώπευσης και η δημιουργία μορφών-ζωής αναλύονται διεξοδικά στα κείμενα Αυτό δεν είναι ένα πρόγραμμα, Η θεωρία του Μπλουμ και Η θεωρία του Νεαρού Κοριτσιού, Εισαγωγή στον Εμφύλιο Πόλεμο όπως και στο ανώνυμο Κάλεσμα του 2003 [όλα υπό έκδοση από τις εκδόσεις affect], το οποίο κυκλοφόρησε αμέσως μετά τη Γένοβα και κρατάει αποστάσεις από τους Tute Bianche, ως έσχατη στιγμή της αποτυχίας της κριτικής που στηρίζεται και απορρέει από την παράδοση της συντακτικής εξουσίας.

Αυτό το ρεύμα σκέψης συνεχίζοντας ως Αόρατη επιτροπή εμβάθυνε ακόμα περισσότερο στην έννοια της αποθεσμοποίησης. Το 2017 στο Τώρα, στο κεφάλαιο Να αποθεσμοποιήσουμε τον κόσμο έγραφαν:

Στα λατινικά, destituere [αποθεσμοποιώ] σημαίνει τοποθετώ όρθιο αλλού, ορθώνω μόνο του / εγκαταλείπω / βάζω ξεχωριστά, αφήνω / καταργώ, απογοητεύω, απατώ. Ενώ η λογική της θεσμοποίησης, θέλοντας να πάρει τον έλεγχο της εξουσίας, συνθλίβεται επάνω στους μηχανισμούς της, ένα αποθεσμοποιητικό κίνημα επικεντρώνεται στο να τους διαφύγει, να εξουδετερώσει την επιρροή που έχουν επάνω του και ταυτόχρονα μεγαλώνει την επιρροή που έχει στον κόσμο, τον οποίο έχει αρχίσει παράμερα να σχηματίζει. Η κίνησή της είναι η έξοδος, ενώ η κίνηση της θεσμοποίησης είναι η έφοδος. Για την αποθεσμοποιητική λογική, η πάλη ενάντια στο Κράτος και το κεφάλαιο έχει νόημα κυρίως για την έξοδο από την καπιταλιστική κανονικότητα, για την εγκατάλειψη των σιχαμερών σχέσεων με τον εαυτό μου, τους άλλους και τον κόσμο, με τις οποίες ο καπιταλισμός πειραματίζεται. Ενώ λοιπόν οι οπαδοί της θεσμοποίησης μπαίνουν σε μία διαλεκτική σχέση πάλης ενάντια στο κατεστημένο προκειμένου να το κατακτήσουν, η αποθεσμοποιητική λογική υπακούει στη ζωτική ανάγκη της αποδέσμευσης από αυτήν. Δεν απαρνείται την πάλη, στηρίζεται στη θετικότητά της. Δεν διαμορφώνεται ανάλογα με τις κινήσεις του αντίπαλου, αλλά ανάλογα με αυτό που απαιτείται για την αύξηση της δικής της δύναμης. Δεν την αφορά επομένως η άσκηση κριτικής: «Ή αποχωρούμε επιτότου, δίχως να χάνουμε χρόνο με κριτικές, μόνο και μόνο επειδή βρισκόμαστε έξω από την περιοχή του εχθρού, ή ασκούμε κριτική, έχουμε το ένα μας πόδι μέσα και το άλλο απ’ έξω. Να πηδήξουμε απ’ έξω και να χορέψουμε από πάνω» εξηγούσε ο Ζαν-Φρανσουά Λυοτάρ, χαιρετίζοντας το Ο Αντι-Οιδίπους των Ζιλ Ντελέζ και ΦελίξΓκουατταρί. Ο Ντελέζ είχε εξάλλου κάνει την εξής παρατήρηση: «Σε γενικές γραμμές αναγνωρίζουμε τον μαρξιστή γιατί θεωρεί ότι η κοινωνία αντιφάσκει, καθορίζεται από τις αντιφάσεις της, κυρίως τις ταξικές. Εμείς θα λέγαμε ότι σε μία κοινωνία τα πάντα είναι φυγή και ότι η κοινωνία καθορίζεται από τα σημεία φυγής της […] Να ξεφύγουμε, αλλά ξεφεύγοντας να πάρουμε και κανένα όπλο».

Τρία χρόνια νωρίτερα όταν κυκλοφόρησαν το βιβλίο Στους φίλους μας, στο κεφάλαιο Θέλουν να μας υποχρεώσουν να κυβερνήσουμε, δεν θα υποκύψουμε σε τέτοια πρόκληση, έδιναν τον πιο ακριβή και συνεκτικό ορισμό της αποσυντάσσουσας εξουσίας και της διαδικασίας της αποθεσμοποίησης:

Έτσι λοιπόν παρατείνονται οι εξεγέρσεις, μοριακά, αδιόρατα, μες στη ζωή, στις γειτονιές, στις συλλογικότητες, στις καταλήψεις, στα «κοινωνικά κέντρα», στις μοναδικές υπάρξεις, στη Βραζιλία, στην Ισπανία, στη Χιλή και στην Ελλάδα. Όχι επειδή εφαρμόζουν ένα πολιτικό πρόγραμμα αλλά επειδή κινητοποιούν επαναστατικά γίγνεσθαι. Γιατί ό,τι βιώθηκε έχει τέτοια λάμψη που όσοι έζησαν την εμπειρία οφείλουν να της φανούν πιστοί, να μην χωρίσουν, να χτίσουν αυτό που, τώρα πια, έλειπε από την προηγούμενη ζωή τους. […] Άρα εκείνο το οποίο χτίζεται δεν είναι ούτε το εμβρυακό στάδιο της «νέας κοινωνίας» ούτε η οργάνωση που τελικά θα ανατρέψει την εξουσία για να θεσμοποιήσει μια νέα, αλλά η συλλογική δύναμη που με τη συνοχή και την ευφυΐα της βάζει την εξουσία σε θέση αδυναμίας, ακυρώνοντας έναν-έναν τους χειρισμούς της.

Το 2016, η Liberation ενόψει μιας παρατεταμένης προεκλογικής περιόδου είχε αναλάβει να δημοσιεύσει ένα κάλεσμα για συμμετοχή στις εκλογές και την ενότητα της αριστεράς. Στην ίδια εφημερίδα έκανε την εμφάνισή του ένα εντελώς διαφορετικό κάλεσμα με τίτλο “Για μια αποσυντάσσουσα διαδικασία: πρόσκληση σε ένα ταξίδι”, υπογεγραμμένο από τους EricHazan [τον εκδότη του οίκου LaFabrique] και τον JulienCoupat [κατηγορούμενο για σαμποτάζ στην διαβόητη υπόθεση των 9 του Tarnac, όπου μέρος του κατηγορητηρίου ήταν ότι πρόκειται για έναν από τους ανώνυμους συγγραφείς της Αόρατης Επιτροπής]. Έγραφαν εκεί:
Δεν υπάρχει κανένας λόγος να υπομείνουμε ενάμιση χρόνο προεκλογικής εκστρατείας, που έχει ήδη δρομολογηθεί να καταλήξει σε εκβιασμό της δημοκρατίας. Αντ’ αυτού, ας διαμορφώσουμε έναν ανθρώπινο ιστό αρκετά πλούσιο ώστε να κάνει την επικρατούσα βλακεία αισχρή και την ιδέα ότι το να ρίχνεις έναν φάκελο σε μια κάλπη μπορεί να αποτελεί χειρονομία -πόσο μάλλον, πολιτική χειρονομία- γελοία. […] Υπάρχει μια αυξανόμενη αίσθηση ανησυχίας ότι η εκτελεστική εξουσία ευθυγραμμίζεται με τις θέσεις της δεξιάς και της ακροδεξιάς. Αυτοί οι διανοούμενοι, οι ακτιβιστές, οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι της αριστεράς ζητούν «περιεχόμενο, ιδέες, απαιτητικές αλλαγές», ώστε ο υποψήφιος στις προκριματικές τους εκλογές «να ενσαρκώσει το σχέδιο που χρειάζεται η Γαλλία για να βγει από το αδιέξοδο». Με λίγα λόγια: θέλουν ακόμα να πιστεύουν στην πολιτική. Αυτό που δεν έχουν ακούσει είναι η ηχηρή είδηση: όλη αυτή η πολιτική είναι νεκρή. Ακριβώς όπως οι λέξεις που χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν τις δημόσιες υποθέσεις – Γαλλία, Έθνος, Δημοκρατία κ.λπ. Ακριβώς όπως έχει πεθάνει η θεσμική λάμψη που περιβάλλει το κυβερνητικό κενό. Η πολιτική άφησε την τελευταία της πνοή πέρυσι το καλοκαίρι εκεί όπου γεννήθηκε, πριν από 2000 χρόνια, στην Ελλάδα· νεκροθάφτης της ήταν ο Αλέξης Τσίπρας. Στην ταφόπλακά της είναι χαραγμένα τα λόγια του Γερμανού υπουργού οικονομίας Βόλφγκανγκ Σόιμπλε: «Δεν μπορούμε να αφήσουμε τις εκλογές να αλλάξουν τίποτα». Ορίστε. Αυτό τα λέει όλα. Και με νηφαλιότητα. […]Η ψήφος στο FN και η μαζική αποχή είναι δύο συμπτώματα ενός εκλογικού συστήματος που έχει φθάσει σε οριακό σημείο […] Δεν έχουμε κανέναν λόγο να ανεχτούμε ενάμιση χρόνο προεκλογικής εκστρατείας που έχει ήδη προγραμματιστεί να καταλήξει σε εκβιασμό της δημοκρατίας. Για να σταματήσουμε να υπομένουμε αυτή την αντίστροφη μέτρηση, το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να αντιστρέψουμε την κατεύθυνση: έχουμε λοιπόν, αντίθετα, ενάμιση χρόνο για να τελειώσουμε με όλη τη θλιβερή νοικοκυροσύνη των επίδοξων ηγετών και τον άνετο ρόλο του θεατή στον οποίο μας περιορίζει ο αγώνας τους. Το να καταγγέλλουμε, να καταδικάζουμε, να προσπαθούμε να πείσουμε, θα ήταν άσκοπο εδώ. «Ένας κόσμος του ψεύδους», έλεγε ο Κάφκα, «δεν μπορεί να καταστραφεί από την αλήθεια, παρά μόνο από έναν κόσμο της αλήθειας» – ακόμα περισσότερο, από κόσμους της αλήθειας. Έχουμε ενάμιση χρόνο για να χτίσουμε πάνω στις φιλίες και τις υπάρχουσες συνενοχές, στις αναγκαίες συναντήσεις, έναν ανθρώπινο ιστό αρκετά πλούσιο και στέρεο ώστε να κάνει την επικρατούσα βλακεία αισχρή, όσα λέγονται στη «δημόσια σφαίρα» γελοία και την ιδέα ότι το να ρίχνεις ένα φάκελο σε μια κάλπη μπορεί να αποτελεί χειρονομία – πόσο μάλλον πολιτική χειρονομία – περίγελο. Σε αντίθεση με τη συντακτική διαδικασία που προτείνεται στη δημόσια έκκληση της Libération —γιατί περί αυτού πρόκειται— σκοπεύουμε να δρομολογήσουμε την αποψίλωση μία-προς-μία όλων των πτυχών της σημερινής ύπαρξης. Τα τελευταία χρόνια μας έδειξαν ότι υπάρχουν παντού σύμμαχοι. Πρέπει να προσγειωθούμε στη γη και να πάρουμε πίσω όλα αυτά από τα οποία εξαρτώνται οι ζωές μας και μας διαφεύγουν συνεχώς. Αυτό που ετοιμάζουμε δεν είναι επίθεση αλλά μια κίνηση διαρκούς αφαίρεσης, η προσεκτική, ήπια και μεθοδική καταστροφή όλων των πολιτικών που αιωρούνται πάνω από τον αισθητό κόσμο.
Η πιο ολοκληρωμένη συλλογή κειμένων πάνω στην αποσυντάσσουσα εξουσία κυκλοφόρησε στις αρχές αυτού του έτους από την επιθεώρηση SAQ [South Atlantic Quarterly (2023) 122 (1)], σε επιμέλεια Idris Robinson και Kieran Aarons. Στο εισαγωγικό σημείωμα με τίτλο Introduction: Three Registers of Destitution γράφουν:

Όταν προτείναμε για πρώτη φορά αυτό το ειδικό τεύχος στα τέλη του 2019, ένας καταιγισμός εξεγέρσεων σάρωνε τον πλανήτη, από τη Γαλλία έως το Χονγκ Κονγκ, από το Πουέρτο Ρίκο, τη Χιλή και τον Ισημερινό έως τον Λίβανο, το Ιράκ και το Ιράν […] Στην πραγματικότητα […] «περίπου τα δύο τρίτα όλων των χωρών έχουν βιώσει τουλάχιστον μία μεγάλη αντικυβερνητική διαμαρτυρία από το 2017» […] Η επανάσταση δεν επιστρέφει, ωστόσο, με τον ίδιο τρόπο που έφυγε. Και δεν την αναλαμβάνουμε με πλήρη αθωότητα, σαν να μη γνωρίζαμε γιατί, για περισσότερο από έναν αιώνα, διαρκώς αποτύγχανε. Παρά τις πολλές τακτικές καινοτομίες τους, είναι προφανές ότι λείπει ένας στρατηγικός ορίζοντας, ικανός να συγκεντρώσει τα πολλά κατακερματισμένα επεισόδια οργής και αξιοπρέπειας κάτω από μια κοινή αλήθεια. Ενώ αυτή η απουσία ενός θετικού πολιτικού ορίζοντα έχει οδηγήσει ορισμένους να πιέζουν για την επιστροφή στις παραδοσιακές μορφές […] το παρόν ειδικό τεύχος διερευνά την πιθανότητα ότι μια βαθύτερη παραδειγματική ρήξη με τη δυτική πολιτική παράδοση όχι μόνο είναι αναγκαία αλλά ίσως βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη.
Σε μια συνέντευξή του το 1975, ο Michel Foucault επέμενε ότι «τελικά, χρειαζόμαστε αναλύσεις της εξουσίας για να δώσουμε νόημα στον πολιτικό αγώνα που τώρα αρχίζει». Σε παρόμοιο πνεύμα, όταν η στρατευμένη ερευνητική ομάδα Colectivo Situacionesεπινόησε τον όρο αποσυντάσσουσα εξέγερση πριν από δύο δεκαετίες, ήταν σε μια προσπάθεια να περιγράψει την πρώτη από τις μαζικές λαϊκές εξεγέρσεις που καθόρισαν τον ακόμα νέο αιώνα μας. Η τωρινή πολιτική μας στιγμή ξεκίνησε ουσιαστικά όχι με τους ακτιβισμούς στη σύνοδο κορυφής του Σηάτλ το 1999, αλλά με την πανεθνική οικονομική και πολιτική κρίση που προκάλεσε η άρνηση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου να αναχρηματοδοτήσει το χρέος της Αργεντινής το φθινόπωρο του 2001. Την απόφαση αυτή, που προκάλεσε την αλματώδη κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος της χώρας και την πλήρη απαξίωση του κυβερνώντος κόμματος, την ακολούθησε γρήγορα μια λαϊκή εξέγερση και η κήρυξη κατάστασης έκτακτης ανάγκης. Στις ταραχές, τα οδοφράγματα και τις καταλήψεις πλατειών της 19ης και 20ής Δεκεμβρίου, η Colectivo Situaciones έβλεπε με μια ματιά την ανάδυση ενός νέου τρόπου θετικού ανταγωνισμού με στόχο την ισοπέδωση των θεσμών της κυρίαρχης αντιπροσώπευσης, χωρίς να τους αντικαταστήσει. […] Σύμφωνα με την Colectivo Situaciones, ένα θεμελιώδες ρήγμα χωρίζει τη μορφή και το περιεχόμενο της πολιτικής ζωής του 21ου αιώνα από τις κλασικές παραδειγματικές μορφές της εξέγερσης και της επανάστασης, και είναι καθήκον της συλλογικής νοημοσύνης [partisan thought] τόσο να περιγράψει αυτό το ρήγμα όσο και να το εμβαθύνει. Ο διαρκής πλούτος της προσπάθειάς τους να χαρτογραφήσουν αυτόν τον νέο ορίζοντα έγκειται στην τριπλή καταγραφή που οι Colectivo Situaciones αποδίδουν στην έννοια της αποσύνταξης, η οποία παραπέμπει ταυτόχρονα σε μια πολιτική μορφή εξέγερσης, σε μια ιστορική ή «πολιτισμική» ενδόρρηξη της υποκειμενικότητας και σε ένα ηθικό καθήκον που αντιμετωπίζουν όσοι πρέπει να μάθουν να κινούνται και να κατοικούν σε αυτό το κατακερματισμένο έδαφος […]το κίνημα της Αργεντινής κατέστρεψε όχι μόνο τη νομιμότητα του κράτους και της αστυνομίας του, αλλά εξίσου και τις απατηλές υποσχέσεις της επίσημης αντιπολίτευσής του. Επιτιθέμενη στη διοικητική εσχατολογία της Αριστεράς και του σοσιαλιστικού κινήματος, για την οποία το σχέδιο της διαμόρφωσης του μέλλοντος λειτουργούσε συχνά ως άλλοθι για την ειρήνευση και τους συμβιβασμούς εδώ και τώρα, η εξέγερση άντλησε το νόημά της «από το παρόν», βάζοντας έτσι τέλος στην «περίοδο των ψευδαισθήσεων και της αναμονής».

Στο θέμα της ανάγκης της υιοθέτησης μιας στρατηγικής της αποσυντάσσουσας εξουσίας θα πρέπει να ξεχωρίσουμε τις θεωρητικές συνεισφορές του Giorgio Agamben. Η μία από αυτές, μάλιστα, πραγματοποιήθηκε το 2013 στην Αθήνα στη διάλεξη που έδωσε, προσκεκλημένος του Ινστιτούτου Πουλαντζά και της νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ. Η διάλεξη έκλεινε ως εξής:

Θα ήθελα όμως να συνοψίσω —ή, καλύτερα, απλώς να σταματήσω τη διάλεξή μου (στη φιλοσοφία όπως και στην τέχνη, δεν υπάρχει δυνατότητα σύνοψης, μπορείς μόνο να εγκαταλείψεις το έργο σου— με κάτι που, απ’ ό,τι βλέπω ως τώρα, είναι ίσως το πιο επείγον πολιτικό πρόβλημα. Αν το κράτος που έχουμε μπροστά μας είναι το Κράτος Ασφάλειας που περιέγραψα, πρέπει να σκεφτούμε εκ νέου τις παραδοσιακές στρατηγικές των πολιτικών συγκρούσεων. Τι θα κάνουμε, ποια στρατηγική θα ακολουθήσουμε;
Το παράδειγμα της Ασφάλειας υπονοεί ότι κάθε διαφωνία, κάθε λιγότερο ή περισσότερο βίαιη απόπειρα ανατροπής της τάξης του, γίνεται μια ευκαιρία για μια πιο επικερδή διακυβέρνηση. Αυτό είναι εμφανές στη διαλεκτική που συνδέει στενά την τρομοκρατία και το κράτος σε μια ατέλειωτη βίαιη σπείρα. Ξεκινώντας από τη γαλλική επανάσταση, η πολιτική παράδοση της νεωτερικότητας έχει συλλάβει τις ριζικές αλλαγές με τη μορφή μιας επαναστατικής διαδικασίας που λειτουργεί ως pouvoir constituant, «συντακτική εξουσία» μιας νέας θεσμικής τάξης. Νομίζω ότι πρέπει να εγκαταλείψουμε αυτό το παράδειγμα και να προσπαθήσουμε να σκεφτούμε κάτι ως puissance destituante, μια «αμιγώς αποσυντάσσουσα δύναμη», που δεν μπορεί να συλληφθεί στη δίνη της ασφάλειας.
Είναι μια τέτοια αποσυντάσσουσα δύναμη, που έχει στο μυαλό του ο Μπένγιαμιν στο δοκίμιό του Για την κριτική της βίας, όταν επιχειρεί να ορίσει μια καθαρή βία που θα μπορούσε να «σπάσει την ψευδή διαλεκτική της βίας της νομοθέτησης και της βίας της διατήρησης του νόμου», παράδειγμα της οποίας είναι η προλεταριακή γενική απεργία του Σορέλ. «Το σπάσιμο αυτού του κύκλου», γράφει στο τέλος του δοκιμίου, «των μυθικών μορφών του δικαίου, η κατάρριψη του δικαίου με όλες τις δυνάμεις από τις οποίες εξαρτάται, δηλαδή τελικά η κατάρριψη της κρατικής εξουσίας, είναι το θεμέλιο μιας νέας ιστορικής εποχής». Ενώ η συντακτική εξουσία καταστρέφει το δίκαιο μόνο και μόνο για να το αναδημιουργήσει σε μια νέα μορφή, η αποσυντάσσουσα εξουσία, στο βαθμό που καθαιρεί μια για πάντα το δίκαιο, μπορεί να ανοίξει μια πραγματικά νέα ιστορική εποχή.
Το να σκεφτεί κανείς μια τέτοια αμιγώς αποσυντάσσουσα εξουσία δεν είναι εύκολη υπόθεση. Ο Μπένγιαμιν έγραψε κάποτε ότι τίποτα δεν είναι τόσο άναρχο όσο η αστική τάξη πραγμάτων. Με την ίδια έννοια, ο Pasolini, στην τελευταία του ταινία, βάζει έναν από τους τέσσερις αφέντες του Salò να λέει στους σκλάβους του: «Η αληθινή αναρχία είναι η αναρχία της εξουσίας». Ακριβώς επειδή η εξουσία συγκροτείται μέσω της συμπερίληψης και της σύλληψης της αναρχίας και της ανομίας, είναι τόσο δύσκολο να έχουμε άμεση πρόσβαση σε αυτές τις διαστάσεις, είναι τόσο δύσκολο να σκεφτούμε σήμερα κάτι ως αληθινή αναρχία ή αληθινή ανομία. Νομίζω ότι μια πρακτική που θα κατάφερνε να αποκαλύψει με σαφήνεια την αναρχία και την ανομία που έχουν αιχμαλωτιστεί στις τεχνολογίες της κυβερνητικής ασφαλείας, θα μπορούσε να λειτουργήσει ως μια καθαρά αποσυντάσσουσα εξουσία. Μια πραγματικά νέα πολιτική διάσταση καθίσταται δυνατή μόνο όταν κατανοήσουμε και αποτινάξουμε την αναρχία και την ανομία της εξουσίας. Αλλά αυτό δεν είναι μόνο ένα θεωρητικό καθήκον: σημαίνει πρώτα απ’ όλα την εκ νέου ανακάλυψη μιας μορφής ζωής, την πρόσβαση σε μια νέα φιγούρα αυτής της πολιτικής ζωής, τη μνήμη της οποίας το Κράτος Ασφαλείας προσπαθεί με κάθε κόστος να ακυρώσει.

Το καλοκαίρι του 2013 πραγματοποιήθηκε στο Plateau de Mille vaches ένα «σεμινάριο» με τίτλο Défaire l’ Occident. Περίπου 500 συμμετέχοντες πέρασαν μια εβδομάδα συζητώντας την πορεία του κόσμου και, σε πολλές περιπτώσεις, την κατάρρευσή του. Στόχος ήταν να διευκρινιστούν ορισμένα σημεία που προβληματίζουν τη σημερινή νεολαία: ο έρωτας, η δημοκρατία, η οικονομία, η μαγεία, η κυβερνητική κ.ο.κ. Συμμετείχαν αρκετοί διάσημοι διανοούμενοι, όπως η Eva Illouz, ο Xavier Papaïs, ο Jacques Fradin, ο Franco Piperno και πολλοί άλλοι. Εκεί, ο Agamben επανήλθε στο θέμα της αποσύνταξης και παρείχε και μια πιθανή γενεαλογία της:

Κατά τη γνώμη μου, λοιπόν, αυτές είναι έννοιες που πρέπει να έχουμε το θάρρος να εγκαταλείψουμε: να βάλουμε τέλος στη συντακτική εξουσία. Ο Negri δεν θα συμφωνούσε, αλλά πρέπει να σκεφτούμε μια εξουσία, ή μάλλον μια δύναμη που έχει την ισχύ ώστε να παραμείνει αποθεσμοποιητική. Αυτό απαιτεί να αναπτύξουμε μια εντελώς διαφορετική στρατηγική. Για παράδειγμα, αν σκεφτούμε τη βία, αυτή η βία πρέπει να είναι καθαρά αποσυντάσσουσα. Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί, αν πρόκειται για μια βία που πρόκειται να θεσπίσει ένα νέο δικαίωμα, έχουμε χάσει. Πρέπει λοιπόν να σκεφτούμε την έννοια της επανάστασης,της εξέγερσης, με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο, κάτι που δεν είναι εύκολο. […] Μου φαίνεται ότι η σκέψη του 20ου αιώνα προσπάθησε να σκεφτεί αυτή την καταστροφική δύναμη, χωρίς όμως να τα καταφέρει πραγματικά. Αυτό που ο Heidegger σκέφτεται ως καταστροφή της παράδοσης, αυτό που ο Schürmann σκέφτεται ως την αποδόμηση της αρχής [arché], αυτό που ο Foucault σκέφτεται ως αρχαιολογία της φιλοσοφίας, με άλλα λόγια να επιστρέψει σε μια ορισμένη ἀρχή, ένα ορισμένο ιστορικό apriori, και να προσπαθήσει να το εξουδετερώσει. Μου φαίνεται ότι υπάρχουν προσπάθειες προς αυτή την κατεύθυνση (και αυτό έχω προσπαθήσει να κάνω κι εγώ ο ίδιος) χωρίς ίσως να το καταφέρνουμε πραγματικά. Αλλά αυτό είναι το ζητούμενο, η εξάλειψη των έργων της εξουσίας, όχι απλώς η κατάργησή της. Είναι προφανώς κάτι πολύ δύσκολο, γιατί δεν μπορεί να επιτευχθεί μόνο με μια πρακτική. Με άλλα λόγια, το πρόβλημα δεν είναι ποια μορφή δράσης θα βρούμε για να καθαιρέσουμε την εξουσία, γιατί αυτό που θα καθαιρέσει την εξουσία δεν είναι μια μορφή δράσης αλλά μόνο μια μορφή-ζωής.

Μάλιστα, στο πολύ σημαντικό βιβλίο του Η Χρήση των σωμάτων έκλεινε με το κεφάλαιο Επίλογος: Προς μια Θεωρία της Αποσυντάσσουσας Δυνατότητας, σημειώνοντας:

Ακριβώς όπως η απόλυτη εξουσία είναι στην πραγματικότητα μόνο η προϋπόθεση της καθορισμένης εξουσίας, για την οποία η δεύτερη πρέπει να εγγυηθεί την απεριόριστη εγκυρότητά της πρώτης, έτσι μπορούμε επίσης να πούμε ότι η συντακτική εξουσία είναι αυτό που πρέπει να προϋποθέτει η συντεταγμένη εξουσία ώστε να θεμελιωθεί και να νομιμοποιηθεί. Σύμφωνα με το σχήμα που έχουμε περιγράψει πολλές φορές, συντακτικό είναι εκείνο το σχήμα της εξουσίας στο οποίο συλλαμβάνεται και εξουδετερώνεται μια αποσυντάσσουσα δυνατότητα, με τέτοιο τρόπο που να διασφαλίζει ότι δεν μπορεί να στραφεί εναντίον της εξουσίας ή της έννομης τάξης καθεαυτής, αλλά μόνο εναντίον ενός από τα καθορισμένα ιστορικά της σχήματα.

Τέλος, έναν σημαντικό ορισμό μπορούμε να βρούμε στον Marcelo Tari, όπως επεξεργάστηκε την έννοια στο διασημότερο από τα βιβλία του Δεν υπάρχουν δυστυχισμένες επαναστάσεις: Ο κομμουνισμός της αποσύνταξης:

Θα μας έκανε καλό να ξεκαθαρίσουμε εξαρχής τον δικαιϊκό χαρακτήρα της συντακτικής εξουσίας, όπως διατυπώνεται σήμερα από τα αριστερά κοινωνικά κινήματα, διότι συχνά τίθεται το ερώτημα —καλόπιστα αν και κάπως αφελώς— του πώς να αντιταχθεί κανείς στην αποψίλωση που προκαλεί η συντακτική εξουσία. Για παράδειγμα, υπάρχει το επιχείρημα ότι «ίσως κάθε πραγματική εξέγερση περιέχει δύο παρορμήσεις: την καθαίρεση του παλιού και την οικοδόμηση του νέου». Μια πιο εκλεπτυσμένη εκδοχή τονίζει τους κινδύνους να εγκλωβιστούμε σε µια διαλεκτική χωρίς διέξοδο. Το ερώτημα που θέτει η αποσυντάσουσσα εξουσία δεν έγκειται στον υποτιθέµενο διαλεκτικό ανταγωνισµό της προς τη συντακτική εξουσία καθαυτή. Η συντακτική εξουσία και το αποσυντάσσον δυναμικό [destituent potential] υφίστανται σε μια σχέση παρόμοια με εκείνη ανάμεσα στην ευκλείδεια και τη γεωμετρία του Riemann —με άλλα λόγια, μια μη-σχέση. Ούτε εκκινούν από τις ίδιες προϋποθέσεις ούτε στοχεύουν στο ίδιο είδος αποτελέσματος. Το ερώτημα είναι, μάλλον, πώς θα ξεφύγουμε από το διπλό δεσμό που έχει στραγγαλίσει τις προηγούμενες επαναστάσεις και να διασφαλίσουμε ότι η αποσυντάσσουσα χειρονομία περιέχει μέσα της τόσο καταστροφικές όσο και δημιουργικές στιγμές, που τότε γίνονται αδιάκριτες, αξεχώριστες, ένα ενιαίο επίπεδο συνοχής που διακόπτει το παρόν και διαπερνά το πραγματικό.

Υπάρχει λοιπόν ένα σώμα κειμένων που αρχίζει να σχηματίζεται σε συνάφεια με τις φαινομενολογικές εκδιπλώσεις μιας αποσυντάσσουσας διαδικασίας. Ο Rasmunsen, o φιλόσοφος Rodríguez, στο παράδειγμα της Χιλής, ο Jérôme Baschet, που εφαρμόζει την έννοια στο παράδειγμα των Ζαπατίστας και, ακόμα, κείμενα που πρέπει να ξαναδιαβαστούν υπό αυτή την προοπτική. Η συνέντευξη του Tronti, που παρουσιάζουμε εδώ, έπαιξε υπογείως σημαντικό ρόλο στην υιοθέτηση αυτής της θεωρητικής προσέγγισης σε διεθνές επίπεδο και τα δύο τελευταία χρόνια με μεταφράσεις που έγιναν στα αγγλικά, στα ισπανικά και στα γαλλικά αποκτά μια ακόμα πιο ευρεία διάδοση. Οι συγγραφείς, οι απόψεις και τα κείμενα που αναφέραμε εδώ θα καταλάβουν ένα μεγάλο μερίδιο του εκδοτικού μας προγράμματος, ελπίζοντας και πιστεύοντας ότι θα συνεισφέρουμε στην συζήτηση που πραγματοποιείται αυτή τη στιγμή για την ανανέωση των προϋποθέσεων της σκέψης και της θεωρητικής ανάγνωσης της εποχής μας.

affect,
Δεκέμβριος 2023