Μανιφέστο για την κατάργηση της ασφάλειας
antisecurity collective

Μετάφραση: Γιώργος Παπανικολάου
Επιστημονική επιμέλεια: Στάθης Παπασταθόπουλος

Σελ.: 144
Σχήμα: 19×14
Τιμή: 14,84

Σειρά Schisme #1

Μανιφέστο για την κατάργηση της ασφάλειας
antisecurity collective

Μετάφραση: Γιώργος Παπανικολάου
Επιστημονική επιμέλεια: Στάθης Παπασταθόπουλος

Σελ.: 144
Σχήμα: 19×14
Τιμή: 14,84

Σειρά Schisme #1

επισκόπηση

Το σημείο εκκίνησης για αυτό το Μανιφέστο είναι η σύνδεση μεταξύ δύο πτυχών του έργου του Μαρξ. Η πρώτη είναι ένα σχόλιο στο δοκίμιό του για το εβραϊκό ζήτημα, ότι η ασφάλεια είναι η ύψιστη έννοια της αστικής κοινωνίας. Η δεύτερη είναι η καταργητική πολιτική που διέπει το Κομμουνιστικό Μανιφέστο. Ενισχύοντας τη ρητορική που βλέπει το Κομμουνιστικό Μανιφέστο να διακηρύσσει ανοιχτά τον κομμουνισμό ως κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας, κατάργηση της οικογένειας και κατάργηση των εθνών, οι Μαρξ και Ένγκελς αναγγέλλουν επίσης την κατάργηση των αστικών εννοιών της «ανεξαρτησίας», της «ατομικότητας», της «ελευθερίας» και άλλων κυρίαρχων εννοιών της ταξικής κοινωνίας.
Ως καταργητικό κείμενο, το Κομμουνιστικό Μανιφέστο μιλάει άμεσα στην καρδιά της σύγχρονης ριζοσπαστικής πολιτικής, η οποία πλαισιώνεται και καθοδηγείται από την ιδέα της κατάργησης. Οι πιο εκλεπτυσμένες συνεισφορές σε αυτή την πολιτική επισημαίνουν σταθερά ότι το να υποστηρίζεις την κατάργηση της αστυνομίας, των φυλακών, της οικογένειας και άλλων τέτοιων θεσμών σημαίνει πως μιλάς για την κοινωνία που απαιτεί τέτοιους θεσμούς, ισχυρισμός που ουσιαστικά ενώνει την καταργητική πολιτική και τον κομμουνισμό· αυτό έχει αναλυτικά εξηγηθεί από συγγραφείς από την Angela Davies ως το Stefano Harney και το Fred Moten. Κι όμως, ο καταργητισμός έχει ένα αγκάθι. Το αγκάθι είναι η ασφάλεια. Ως εκ τούτου, για να χρησιμοποιήσουμε το πιο προφανές παράδειγμα, οι αγώνες για την κατάργηση της αστυνομίας που αντιμετώπισαν το ερώτημα για το πώς θα οργανωθεί η «ασφάλεια» αν η αστυνομία καταργηθεί, συχνά καταφεύγουν σε επιχειρήματα για τη δημιουργία νέων δομών ασφάλειας που έχουν ρίζες στην «κοινότητα», τη «δημοκρατία» ή το «λαό». Αυτό είναι πρόβλημα, καθώς αποτυγχάνει να κατανοήσει πώς η λογική της ασφάλειας ενισχύει τις υπάρχουσες δομές εξουσίας. Αποτυγχάνει να αναγνωρίσει το βαθμό στον οποίο η ασφάλεια είναι η ύψιστη έννοια της αστικής κοινωνίας. Αποτυγχάνει να αντιληφθεί ότι αν ο κομμουνισμός και ο καταργητισμός είναι κάτι ενιαίο, τότε χρειαζόμαστε ένα επιχείρημα για την κατάργηση της ασφάλειας. Το Μανιφέστο αυτό προσφέρει ακριβώς ένα τέτοιο επιχείρημα.
Η ασφάλεια είναι η τερατώδης ιδέα ότι είμαστε μόνοι και εγκλωβισμένοι σε ανταγωνισμό για λιγοστούς πόρους, ότι η ατομική ιδιοκτησία είναι φυσικό δικαίωμα, ότι πρέπει να προστατεύσουμε το νησί της ιδιωτικής μας ζωής από την απειλή των άλλων και ότι πρέπει να παραδοθούμε στην εξουσία για να το πετύχουμε. Η ασφάλεια υπόσχεται ότι το κράτος υπάρχει για να μας προστατεύει από ένα διαρκώς αυξανόμενο κατάλογο εσωτερικών και εξωτερικών απειλών: εγκληματίες, τρομοκράτες, αντάρτες, καρτέλ ναρκωτικών, μετανάστες, πρόσφυγες, παιδοβιαστές και πάει λέγοντας. Η ασφάλεια απαιτεί να κοιτάξουμε με θαυμασμό και να υποταχθούμε στο Λεβιάθαν αντί να κοιτάξουμε δίπλα μας, αλληλέγγυοι στα πλάσματα αυτού του πλανήτη, ανθρώπους και μη. Η ασφάλεια μας λέει ότι είμαστε εμπόδια στην ελευθερία μας αντί για πραγμάτωσή της. Αυτό το βιβλίο είναι επιχείρημα για την κατάργηση της ασφάλειας. Επομένως, είναι κομμουνιστικό ως το κόκαλο.
Το βιβλίο, λοιπόν, αναφέρεται στις καταργητικές τάσεις της εποχής μας. Ωστόσο, χτίζοντας πάνω σε μια μακροπρόθεσμη κριτική της ασφάλειας, που αναπτύχθηκε από μέλη της Συλλογικότητας, επιχειρούμε να τις αμφισβητήσουμε σε ένα Μανιφέστο ανοιχτής και κριτικής αλληλεγγύης. Παίρνοντας ως εφαλτήριο τις ιδέες του μακράν μεγαλύτερου καταργητικού κειμένου που γράφτηκε ποτέ, του Κομμουνιστικού Μανιφέστου, που ξεπέρασε το ίδιο του το αίτημα, λίγα μόλις χρόνια νωρίτερα, για ανελέητη κριτική του υπάρχοντος, υποστηρίζουμε μια ευρεία και πολεμική κριτική της ασφάλειας και επιδιώκουμε να μετατρέψουμε αυτή την κριτική σε τίποτα λιγότερο από ένα μανιφέστο για την κατάργηση της ασφάλειας.
Σε αυτό, επίσης, βρισκόμαστε σε ριζική απόσταση από την ακαδημαϊκή τάση που ακούει στο όνομα «κριτικές σπουδές ασφάλειας» [critical security studies]. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι κριτικές σπουδές ασφάλειας έχουν κάνει βαθιές τομές στον τρόπο που κατανοούμε την ασφάλεια, αλλά τα θεμέλιά τους στον κονστρουκτιβισμό και τον μετα-δομισμό τις απομακρύνουν από μια πραγματικά ριζοσπαστική αντιπαράθεση με την ασφάλεια ως ύψιστη έννοια της αστικής κοινωνίας. Αντίθετα, έχουμε περισσότερες επαναλήψεις του αιτήματος για νέες μορφές ασφάλειας. Αυτό έχει αντίστοιχα αντίκτυπο στο γενικότερο διάλογο για την ασφάλεια στην αριστερά, η οποία τείνει να επαναλαμβάνει τα βασικά σημεία που διατυπώνονται στο πλαίσιο των κριτικών σπουδών ασφάλειας ή να αναπαράγει κάποια βασικά φιλελεύθερα επιχειρήματα σχετικά με την οριοθέτηση της ασφάλειας στο όνομα της ελευθερίας. Το παρόν Μανιφέστο αποτελεί επομένως εμμέσως μια κριτική των κριτικών σπουδών ασφάλειας.

Συνεπώς, το βιβλίο προσφέρει:

  • Μια μαρξιστική ανάλυση και κριτική της ασφάλειας.
  • Μια κριτική στάση προς την καταργητική βιβλιογραφία και μια πρόκληση για τα καταργητικά κινήματα να παραιτηθούν από αιτήματα για εναλλακτικές μορφές ασφάλειας.
  • Μια κριτική αναφορά στην αστυνόμευση σε σχέση με την ασφάλεια και το κεφάλαιο.
  • Μια νέα πρόσληψη του Κομμουνιστικού Μανιφέστου.
  • Ένα κείμενο τόσο πολεμικό και προκλητικό όσο θα έπρεπε να είναι ένα μανιφέστο.

the anti/security collective

Η συλλογικότητα Anti-security είναι μια ομάδα επιστημόνων και ακτιβιστών που δημιουργήθηκε το 2010 στην Οτάβα του Καναδά. Από την αρχή, το δίκτυό μας έχει δεσμευτεί σε μια ριζοσπαστική κριτική της αστυνομικής εξουσίας, αναλαμβάνοντας τόσο την υλική όσο και την ιδεολογική ηγεμονία της ασφάλειας υπό το κεφάλαιο.
Επηρεασμένοι από το έργο του Mark Neocleous, τις ημιτελείς ριζοσπαστικές κριτικές της ασφάλειας των δεκαετιών του 1960 και του 1970, και ταυτόχρονα απογοητευμένοι από την ασφυκτική εννοιολογική και διανοητική απρόσβλητη λογική της ασφάλειας στον λεγόμενο κόσμο μετά την 11η Σεπτεμβρίου, το πρόγραμμά μας είναι αφιερωμένο στην παροχή των εννοιολογικών εργαλείων για μια αναλυτική και πολιτική αποδόμηση της ασφάλειας.
Το πρώτο συλλογικό έργο του Anti-sec ήταν η συλλογική ανθολογία Anti-security (2011), μετά τη συνάντησή μας στην Οτάβα. Ο τόμος προλογιζόταν από μια διακήρυξη που αποκρυσταλλώνει το κάλεσμά μας για πολιτική και διανοητική αντίσταση στην αστική ασφάλεια. Ο πρόλογος “Anti-security: A Declaration”, έχει έκτοτε μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες, συμβάλλοντας στην προώθηση μιας διευρυμένης διεθνούς συνειδητοποίησης των βασικών αρχών του εγχειρήματός μας. Ακολούθησαν περαιτέρω συναντήσεις στο Μπράιτον, τη Γένοβα, τη Λευκωσία και πάλι στην Οτάβα, και ένας νέος τόμος με τίτλο Destroy, Build Secure: Readings on Pacification (2017). Αυτά παρείχαν τα θεμέλια στα μέλη του Anti-sec για να αναλάβουν τόσο συλλογικά όσο και ατομικά έργα προς την κατεύθυνση της εμπειρικής και φιλοσοφικής κριτικής της ασφάλειας. Το 2023, συναντηθήκαμε στο Μέιν, με τη γενναιόδωρη υποστήριξη του Vital Projects Fund, για να ολοκληρώσουμε τη συγγραφή αυτού του τόμου, για τον οποίο λάβαμε επίσης χρήσιμα σχόλια από τοπικούς συντρόφους.
Σήμερα, η συλλογική μας κριτική έχει φτάσει σε ένα ιστορικό σταυροδρόμι. Οι κεντρικές αρχές της αντι-sec έχουν περάσει από το ριζοσπαστικό περιθώριο στο επαναστατικό κύριο ρεύμα. Οι εκκλήσεις που κυμαίνονται από την αποχρηματοδότηση έως την κατάργηση έχουν κινητοποιήσει μια νέα γενιά ακτιβιστών που έχουν βιώσει από πρώτο χέρι τη βιαιότητα της αστυνομικής εξουσίας. Αλλά αυτή η επαναστατική στιγμή φαίνεται να ξεγλιστράει, να συλλαμβάνεται και να συνεταιρίζεται για άλλη μια φορά ως μια ακόμη πρωτοβουλία μεταρρύθμισης της αστυνομίας. Τέτοια είναι η δύναμη της ασφάλειας. Ωστόσο, υπάρχει και άλλος τρόπος. Αυτό το Μανιφέστο καθορίζει τι πιστεύουμε ότι πρέπει να κάνουμε για να νικήσουμε.